συγκεφαλαίωση — η συνοπτική επανάληψη όσων έχουν ειπωθεί: Τελείωσε το μάθημα με μια συγκεφαλαίωση των πιο βασικών σημείων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επικορύφωσις — ἐπικορύφωσις, ἡ (Α) (αριθμ.) 1. η αποκορύφωση, ο τελικός αριθμός αριθμητικών σειρών 2. η κατά κάποια αναλογία αύξηση, πολλαπλασιασμός ή συγκεφαλαίωση … Dictionary of Greek
κεφαλαίωση — η (ΑΜ κεφαλαίωσις) [κεφαλαιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κεφαλαιώνω, ανακεφαλαίωση, συγκεφαλαίωση, συνόψιση, περιληπτική εξέταση αρχ. η περίληψη πολλών εννοιών υπό μία κατηγορία … Dictionary of Greek
κορυφών — κορυφών, ῶνος, ὁ (Α) η κορύφωση, η συγκεφαλαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. κορυφή] … Dictionary of Greek
συγκεφαλαιωτικός — ή, ό / συγκεφαλαιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγκεφαλαιῶ] ο σχετικός με τη συγκεφαλαίωση ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, συνοπτικός («ἡ ῥηθεῑσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», Ευστ.). επίρρ... συγκεφαλαιωτικώς και συγκεφαλαιωτικά με… … Dictionary of Greek
συγκορύφωσις — ώσεως, ἡ, Α [συγκορυφῶ] συγκεφαλαίωση … Dictionary of Greek
σύλληψη — η / σύλληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. σύλλαψις Α [συλλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συλλαμβάνω, βίαιη κατακράτηση (α. «η σύλληψη τών κακοποιών έγινε αμέσως» β. «ἡ σύλληψις τῆς νεώς», Πολ. γ. «βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει… … Dictionary of Greek
σύνοψη — η / σύνοψις, όψεως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σύνοψις Ν 1. συνοπτική επισκόπηση, συγκεφαλαίωση 2. συνοπτική πραγματεία, επιτομή νεοελλ. φρ. α) «σύνοψις ευαγγελίων» εκκλ. η ενιαία έκθεση τής ευαγγελικής διήγησης προκειμένου να επιτευχθεί ενιαία… … Dictionary of Greek
συγκεφαλαιωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη συγκεφαλαίωση: Στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν συγκεφαλαιωτικοί πίνακες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)